Η στάση της οικογένειας στη βελτίωση της διατροφής του παιδιού

Όταν ένα παιδί πρέπει να ακολουθήσει κάποιο πρόγραμμα διατροφής για να χάσει κιλά, τα οποία δεν οφείλονται σε οργανική πάθηση-παράγοντα, οι δυσκολίες των ίδιων των γονιών είναι πολύ μεγάλες, αφού πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την έλλειψη κινήτρου του ίδιου του παιδιού και τις δικές τους ενοχές αλλά και τους προβληματισμούς πώς θα πείσουν το παιδί ότι είναι για το καλό του.

Τις περισσότερες φορές σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίτημα το παιδί να χάσει τα κιλά, δεν είναι του ίδιου του παιδιού, αλλά των γονέων ή ακόμα και των γιατρών, αφού όπως όλοι γνωρίζουμε το να είναι κάποιος υπέρβαρος ή παχύσαρκος επηρεάζει αρνητικά την υγεία του αλλά και την ψυχολογία του, άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα, μέχρι και την εξέλιξη του στην ενήλικη ζωή. Ειδικά στα παιδιά, όπου οι σημαντικοί Άλλοι- συνομήλικοι-, το οτιδήποτε «διαφορετικό» το αντιμετωπίζουν με κοροϊδευτικά σχόλια. Έτσι, η παχυσαρκία καταλήγει να έχει πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις στην εικόνα και την διάθεση του.

Αυτό που θα πρέπει να κάνουν οι ίδιοι οι γονείς, είναι σε συνεργασία με τον παιδίατρο και τον διαιτολόγο, να διερευνήσουν κατά πόσο το παιδί είναι υπέρβαρο ή παχύσαρκο, ενώ με τον ειδικευμένο παιδοψυχολόγο να διερευνηθούν οι ψυχολογικοί παράγοντες που είτε μπορεί να επηρέασαν την έναρξη είτε αποτελούν πλέον επιπτώσεις της, όπως οι τάσεις τελειομανίας, οι υψηλές προσδοκίες, τα υψηλά επίπεδα stress, η παρορμητικότητα, η  έλλειψη αυτοελέγχου και αυτοδιαχείρισης του ίδιου του παιδιού, αλλά και του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Όταν ένα παιδί, ανεξαρτήτου ηλικίας, αρχίζει ένα διατροφικό πρόγραμμα, οι γονείς θα πρέπει να καταλάβουν ότι όλο το οικογενειακό περιβάλλον θα πρέπει να συνεργαστεί και να προσαρμοστεί σε αυτό, για μπορέσει να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Θα πρέπει να αλλάξουν και προσαρμοστούν όλα τα μέλη της οικογένειας στις νέες διατροφικές συνήθειες, ώστε να αντιληφθεί το παιδί ότι δεν «περιορίζεται» μόνο εκείνο, αλλά ότι αυτό ισχύει και για τους γονείς του αλλά και για τα υπόλοιπα αδέρφια, εφόσον υπάρχουν. Αυτή η προσέγγιση, εκτός ότι ενδυναμώνει ψυχολογικά το παιδί, ενισχύει το αίσθημα του κοινού στόχου, της συνεργασίας της οικογένειας αλλά περιορίζει και τις πιθανότητες το ίδιο το παιδί να βρεθεί σε δύσκολες καταστάσεις, όπως το να φάει κάτι «διαφορετικό» και λιγότερο θελκτικό από τους υπολοίπους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ίδιοι οι γονείς, αποτελούν πρότυπα μίμησης για τα παιδιά και δεν μπορούν να απαιτούν από το παιδί κάτι που ίδιοι δεν κάνουν ή δεν τηρούν.

Επιπλέον, θα πρέπει να ενημερώσουν και να ζητήσουν την συνεργασία από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, όπως θείους-θείες και παππούδες, ώστε να προσαρμοστούν και εκείνοι στις νέες διατροφικές συνήθειες, τις οποίες «εκπαιδεύουν» τα παιδιά, ώστε να αποφευχθούν «λάθη» αλλά και συγκρούσεις για το τι τροφές τους δίνουν. Όταν το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον δεν συμμερίζεται τον στόχο αυτό και εφοδιάζουν το παιδί «κρυφά» με τροφές που οι ίδιοι οι γονείς έχουν απαγορεύσει, καλό είναι με ευγενικό αλλά και παράλληλα αυστηρό τόνο να απαγορεύσουν στα μέλη να δίνουν οποιαδήποτε τροφή, για να αποφεύγονται οι συγκρούσεις. Αυτό βέβαια θα σημαίνει ότι οι ίδιοι θα πρέπει να είναι σε θέση και σε εγρήγορση να εφοδιάζουν το παιδί κατάλληλα όλες τις ώρες και τις μέρες και να οργανώνουν εκείνοι όλο το διατροφικό πρόγραμμα.

Το τι θα κάνουν οι γονείς όσον αφορά την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών θα το αποφασίσουν με τον διαιτολόγο, ο τρόπος όμως που θα το περάσουν στο παιδί έχει μεγάλες δυσκολίες. Οι γονείς δεν θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την διατροφική συμπεριφορά του παιδιού και το χάσιμο του βάρους με το παιδί τους. Η υπερβολική ενασχόληση με το φαγητό και με το τι θα φάει το παιδί (ή το τι δεν θα φάει), από το ίδιο ή από τους γονείς, οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Αντίθετα, θα πρέπει να εστιάζονται και σε άλλα χαρακτηριστικά και συμπεριφορές του παιδιού και να τα επαινούν αλλά και να τα επιβραβεύουν για αυτά. Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δώσουμε όσον αφορά στις επιβραβεύσεις, όπου τα ίδια τα παιδιά αλλά και οι γονείς χρησιμοποιούν υλικούς- διατροφικούς ενισχυτές. Είναι προτιμότερο να επιβραβεύσουμε το παιδί με κοινωνικούς ενισχυτές, οι οποίοι σχετίζονται με εκδηλώσεις αποδοχής όπως είναι η προσοχή, ο έπαινος, το χαμόγελο, η επίνευση, αλλά και η ενασχόληση μαζί τους σε κάποια δραστηριότητα όπως το παιχνίδι ή η βόλτα.

 

Ο ρόλος του παιδοψυχολόγου, εκτός από την διερεύνηση των παραγόντων έναρξης, διατήρησης ή και των ψυχολογικών επιπτώσεων, είναι πολύ βασικός για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του διατροφικού προγράμματος αλλά και για να αυξήσει την αυτοεκτίμηση, την αυτοαποτελεσματικότητα και την αυτοεικόνα του παιδιού. Συγκεκριμένα, εκτός από την συνεργασία με τους γονείς και την καθοδήγηση τους για να στηρίξουν και να βοηθήσουν το παιδί σε αυτήν την προσπάθεια, ενισχύει το ίδιο το παιδί και ανάλογα με την ηλικία του γίνεται τροποποίηση των δυσλειτουργικών σκέψεων και συναισθημάτων σχετικά με το μέγεθος και το σχήμα του σώματος, εκπαίδευση στην αυτοπαρατήρηση και στις στρατηγικές αυτοελέγχου,  ανάπτυξη δεξιοτήτων για την αντιμετώπιση καταστάσεων που συνδέονται με τη λήψη τροφής και διαχείριση συμπτωμάτων ψυχοπαθολογίας π.χ. καταθλιπτική διάθεση.

 

Γράφει για το Τροφή για Σκέψη η Παιδοψυχολόγος Δώρα Μαντέλη παιδι και διατροφη

7

No Comments Yet.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *